reconcile$67567$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

reconcile$67567$ - translation to ελληνικό


reconcile      
v. συνδιαλλάσσω, συμφιλιώνω, συμβιβάζω

Ορισμός

reconcile
(reconciles, reconciling, reconciled)
1.
If you reconcile two beliefs, facts, or demands that seem to be opposed or completely different, you find a way in which they can both be true or both be successful.
It's difficult to reconcile the demands of my job and the desire to be a good father...
Negotiators must now work out how to reconcile these demands with American demands for access.
VERB: V pl-n, V n with n
2.
If you are reconciled with someone, you become friendly with them again after a quarrel or disagreement.
He never believed he and Susan would be reconciled...
Devlin was reconciled with the Catholic Church in his last few days.
V-RECIP-PASSIVE: pl-n be V-ed, be V-ed with n
3.
If you reconcile two people, you make them become friends again after a quarrel or disagreement.
...my attempt to reconcile him with Toby.
VERB: V n with n
4.
If you reconcile yourself to an unpleasant situation, you accept it, although it does not make you happy to do so.
She had reconciled herself to never seeing him again.
VERB: V pron-refl to n/-ing
reconciled
She felt a little more reconciled to her lot.
ADJ: v-link ADJ to n/-ing